ῥοῖβδος

ῥοῖβδος
ῥοῖβδος
Grammatical information: m.
Meaning: `buzzing, whistling, hissing noise', of arrows, winds (S., Ar.).
Derivatives: Beside it (cf. Schwyzer 726 w. n. 5) ῥοιβδέω, also w. ἀπο-, ἐπι-, `to buzz, etc.', also `to make buzz' (A., Q. S., AP), w. prefix also of birds `to squawk, to caw' (S., Thphr., Nonn.); from this ῥοίβδ-ημα n. = ῥοῖβδος (S.), -ησις f. `whistling' (E. in lyr.); -ηδόν `with a hissing noise' (Q. S.; also with ῥοῖβδος connected); ἐπιρροίβδην (for -βδ-δην) `in a rushing attack' (E. in troch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive and poetic onomatop., in suffix agreeing with κέλαδος, ἄραδος and other sound-words; for -β- cf. φλοῖσβος, ὄτοβος a.o.; positing an IE (Bq) is hardly recommendable. Further hypotheses on the basic form by Haas Μνήμης χάριν 1, 132 f. -- Cf. ῥοῖζος, also ῥυβδέω. -- So the word is prob. Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,661-662

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥοῖβδος — any rushing noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροίβδος — ὁ, Α ορμητική κίνηση, συριστικός ήχος (α. «πτερῶν γὰρ ῥοῑβδος οὐκ ἄσημος ἦν», Σοφ. β. «ἀνέμου ῥοῑβδος καὶ ῥύμη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος πιθ. με ονοματοποιία από ρίζα *roi gw με επίθημα δος (πρβλ. κέλα δος, ἄρα δος), βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρυβδώ — έω, Α καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί εκφραστικό τ. τού ῥυφῶ (βλ. λ. ρουφώ) και έχει σχηματιστεί κατ επίδραση τής λ. ῥοῖβδος* «ορμητική κίνηση». Το ρ. εμφανίζει και το επίρρ. ῥύβδην, το οποίο παραδίδεται και με τις γρφ. ῥοίβδην και ῥύδην.… …   Dictionary of Greek

  • άραδος — Αρχαία φοινικική πόλη, που ίδρυσαν πρόσφυγες από τη Σιδώνα, στα βόρεια των εκβολών του ποταμού Ελευθέρου σε οχυρή νησίδα. Η Ά. ήταν η τρίτη ομοσπονδιακή πόλη των Φοινίκων μαζί με την Τύρο και τη Σιδώνα. Μολονότι o βασιλιάς της Στράτων νικήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • καταρροιβδώ — καταρροιβδῶ, έω (Α) καταπίνω, ρουφάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥοιβδῶ (< ῥοῖβδος «δυνατός θόρυβος ή κίνηση»)] …   Dictionary of Greek

  • παλίρροιβδος — παλίρροιβδος, ον (Α) αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»] …   Dictionary of Greek

  • ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… …   Dictionary of Greek

  • ροιβδηδόν — Α επίρρ. ῥοιζηδόν*, με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖβδος «σφοδρός ήχος» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ροιβδωδώ — έω, Α 1. (κατά τον Θεογνώστ.) «ῥοιβδῳδεῑ μετά ῥοίζου σαλεύει, ἀδεῑ» 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥοιβδώδει μετὰ ἤχου ᾄδει [ἀηδεῑ] ὡς οἱ ποιμένες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖβδος + ᾠδή] …   Dictionary of Greek

  • ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο …   Dictionary of Greek

  • ροιγδέομαι — Μ (για τη φωτιά) τρίζω και σφυρίζω, ηχώ με τριγμούς και συριγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τού ορθού ῥοιβδέομαι (< ῥοῖβδος «δυνατός ήχος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”